Talking Drum

Παρασκευή, Νοεμβρίου 03, 2006

Γαβ!


Δεν είναι ο θείος μου ο Θανάσης στην φωτό, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να είναι γιατί και αυτός την ίδια δουλειά κάνει. Κοινώς Ντόγκι-σίτινγκ. Πήγαινε ο άνθρωπος στο πάρκο με την Λίβια (θηλυκό Μπορζόϊ με τάσεις θεατρικών τραυματισμών) και άραζε με τους άλλους σκυλοβοσκούς και πιάνανε κουβεντούλα επιβλέποντας το ποίμνιο τους.

Κουβέντα στην κουβέντα συνειδητοποίησε (καθότι έξυπνος άνθρωπος) ότι υπήρχε μεγάλη ανάγκη για Ντόγκι-Σιτερς στο ντόγκι μάρκετ. Το μόνιμο μεγάλο άγχος των σκυλοβοσκών ήταν το «μήπως μπορεί να μου προσέχει κάποιος την Μίτσι μου το σαββατοκύριακο γιατί έχω να πάω στο;…Μίτσι! Φύγε από κει! Άστο κάτω αυτό! Μίτσι είπα!».

Και ξάφνου εμφανίστηκε ως από μηχανής θεός ο Θείος μου ο Θανάσης. Είχε χρόνο, είχε σπίτι δικό του, είχε γίνει γνωστός για το φιλοζωϊκό του ήθος στους κύκλους των σκυλοβοσκών, όλα ήταν έτοιμα. Και ξεκίνησε να δέχεται «πελάτες». Τώρα δεν προλαβαίνει να βγάζει σκύλους βόλτες. Όταν πηγαίνω σπίτι του και χτυπάω το κουδούνι ακούγονται μίνιμουμ 5 διαφορετικά γαυγίσματα και με το που ανοίγει η πόρτα εφορμούν από παντού αεικίνητες υγρές μύτες, μυτερές πατούσες, και λαχανιάζουσες γλώσσες που με καθηλώνουν και με επεξεργάζονται εξονυχιστικά μέχρι να τους δώσει κάποιος (βλ Θείος Θανάσης) μπισκοτάκι για να με αφήσουν επιτέλους ήσυχο.

Μπορεί να ακούγεται εύκολη δουλειά, αλλά είναι κουραστική, ειδικά αν την κάνεις σωστά και δυστυχώς (για τον ίδιο) ο Θείος μου ο Θανάσης είναι τελειομανής εκ φύσεως. Από τις 7 το πρωί κάνει βόλτες στα πάρκα με τα σκυλιά και όταν είναι σπίτι παίζει μαζί τους με τις ώρες. Αυτά δε, κάνουν σαν τρελά όταν τον βλέπουν. Μέχρι που μερικά αφεντικά ζηλεύουν κιόλας. «Γιατί η Μήτσι μου σε ακούει κι εμένα με αγνοεί; Τι στο καλό, μάγια της έχεις κάνει Θανάση μου;» και δίπλα η Μήτσι να χοροπηδάει γύρω από τον Θείο μου τον Θανάση και να του γλύφει τα χέρια.

Την τελευταία φορά που του μίλησα ο Θείος μου ο Θανάσης σκεφτόταν να κάνει ένα διάλειμμα γιατί τον κούρασε η επαγγελματική σκυλοβοσκή. Εγώ πιστεύω ότι δύσκολα θα το αφήσει γιατί κατά βάθος του αρέσει το Ντόκι-Σίτινγκ κι ας παραπονιέται.