Talking Drum

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2008

Λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν...


Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε φέτος τον χειμώνα, όμως ως ιδέα ξεκίνησε πέρσι το καλοκαίρι στην Λέρο. Είμασταν τέσσερις σε μια ταβέρνα και κάπως, δεν θυμάμαι πως, μας ήρθε η ιδέα να γράψουμε τέσσερα διηγήματα, ένα ο καθένας. Βρήκαμε μαζί τέσσερις τίτλους - ατάκες των διακοπών, ο καθένας πήρε από έναν (εμένα μου έκατσε το "Λογια δεν μπορούν να περιγράψουν", κλασσική ατάκα από περιοδικό τύπου γεωτρόπιο) και υποτίθεται πως μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα τα είχαμε τελειώσει... Ε, εγώ άργησα λίγο.


Το ταξίδι μας θα ξεκινήσει αύριο, μια μέρα πριν την αρχή της δίκης του δικτάτορα Πλεύρη και δύο μήνες μετά την πτώση της χούντας του Αυγούστου του 2011. Δεν θέλουμε να περιμένουμε άλλο, η καταδίκη του είναι δεδομένη, το ζήτημα είναι τυπικό. Τώρα που κι αυτός ο εφιάλτης σβύνει, θα κάνουμε αυτό που ονειρευόμαστε εδώ και είκοσι-πέντε χρόνια: το ταξίδι στην Αθήνα, την πόλη όπου μεγαλώσαμε και ζήσαμε όταν ήμασταν νέοι, την πόλη που αφήσαμε μέσα σε μια νύχτα.

Κατανοούμε πως το πιθανότερο είναι το παλιό μας σπίτι να μην είναι πια εκεί, όμως έχουμε μια παράλογη ελπίδα πως θα έχει γλιτώσει από την «Οικοδομική Κάθαρση της Αθήνας των Προγόνων» της δικτατορίας. Δεν χτίστηκε τον προηγούμενο αιώνα, δεν στέγασε ποτέ κάποιον επιφανή άνδρα και δεν είχε καμιά αξία πολιτιστική, είναι όμως το παλιό μας σπίτι. Το σπίτι μας. Υπάρχουν φήμες πως το τεράστιο έργο της οικοδομικής κάθαρσης της παλιάς πρωτεύουσας δεν έχει ολοκληρωθεί, όμως τα μέσα ενημέρωσης της χούντας του 11 έχουν δείξει κατά καιρούς πλάνα του καταπράσινου λεκανοπεδίου της Αττικής και τα περιοδικά έχουν φιλοξενήσει φωτογραφίες της προόδου του μεγαλεπήβολου έργου.

Ένα τέτοιο περιοδικό μου έφερε κλαίγοντας η γυναίκα μου, ένα ηλιόλουστο και πάλι ιδιαίτερα ζεστό χειμωνιάτικο μεσημέρι, στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού μας στην Αγία Μαρίνα της Λέρου, το κείμενο και οι φωτογραφίες του οποίου έχουν αποτυπωθεί παράφωνα μέσα μου:

Λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν την καινούρια ομορφιά που σταδιακά αναδύεται μέσα από τα χαλάσματα της πάλαι ποτέ άρρωστης μας μεγαλούπολης. Όλη η ασχήμια που επέτρεψαν οι προηγούμενες διεφθαρμένες κυβερνήσεις να σχηματιστεί, σιγά-σιγά γκρεμίζεται! Ολόκληρες περιοχές που χτίσθηκαν άναρχα εις βάρος της ομορφιάς του αρχαίου τούτου ιερού τοπίου, επιτέλους αποκαθίστανται στην αρχική τους μορφή.

Στόχος της κυβέρνησης είναι η Παλαιά Αθήνα να επιστρέψει στην μορφή που είχε την περίοδο της μεγάλης της ακμής του 5ο αιώνα Π.Χ. Μόνον ορισμένα νεοκλασικά κτίρια από την εποχή της ίδρυσης του Νεοελληνικού Κράτους θα διατηρηθούν και η παλαιά πρωτεύουσα θα περιοριστεί στο μέγεθος που είχε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Η οικοδομική κάθαρση ξεκίνησε από τον ξενοκρατούμενο οχετό περιοχών όπως ο Βοτανικός, η Ομόνοια, η Πλατεία Αμερικής και η Κυψέλη και τώρα συνεχίζεται μέχρι την πλήρη κάθαρση ολόκληρου του λεκανοπεδίου. Περιοχές ολόκληρες έχουν γκρεμιστεί συθέμελα κι έχουν απολυμανθεί από την δυσωδία και τις αρρώστιες των ξένων, έχουν δενδροφυτευθεί κι έχουν αποκατασταθεί βάσει παλαιών χαρτών και περιγραφών. Σύντομα η είσοδος στην Παλαιά Αθήνα θα ανοίξει και γκρουπ τουριστών θα μπορούν να την επισκέπτονται από την ανατολή του ηλίου μέχρι την δύση.

Στην διπλανή φωτογραφία από ψηλά οι καινούριοι αμπελώνες που κοσμούν με την ομορφιά τους, τους λόφους που υπέφεραν υπό την ασχήμια της πρώην συνοικίας των Αμπελοκήπων.

Πιο μεικτά συναισθήματα δεν έχω βιώσει όσο εκείνα που βίωσα την στιγμή που διάβαζα αυτό το άρθρο. Η κακάσχημη μεγαλούπολη γινόταν δάσος, ένα τρελό όνειρο γινόταν πραγματικότητα, αλλά με τι κόστος. Κανείς μας δεν είχε δικαίωμα να χαρεί, είχαμε υποχρέωση ν’ αντισταθούμε...όμως δεν το κάναμε.

Στην αρχή είχαν δώσει κίνητρα στους Έλληνες γι’ αυτό που ονόμαζαν «αποκέντρωση». Ύστερα ήρθαν οι αστικές απελάσεις για τους ανεπιθύμητους κι όσους λίγους δίσταζαν να φύγουν. Τους μετανάστες τους εξανάγκαζαν να δουλεύουν σαν σκλάβους μέχρι το τέλος, ώσπου μπήκε ο στρατός και η αστυνομία κι έκαναν την τελική εκκαθάριση. Εμείς φύγαμε προς το τέλος της αποκέντρωσης λίγο πριν γίνουν τα πράγματα πιο άσχημα. Μας συμβούλεψε ένας καλός μας φίλος δικηγόρος. «Φύγετε», είπε έντρομος, «έρχονται χειρότερα, κι εσάς μάλλον σας έχουνε σταμπάρει από καιρό. Κάποιοι έχουν υποψίες πως διδάσκετε αντικαθεστωτική προπαγάνδα στο σχολείο. Μη με ρωτάτε πως το έμαθα, μόνο φύγετε, φύγετε αμέσως, απόψε αν είναι δυνατόν. Μην πάτε στην Νέα Αθήνα, φύγετε από την χώρα, τα πράγματα είναι άσχημα.»

Εκείνο το βράδυ πέσαμε να ξαπλώσουμε με την γυναίκα μου, που τότε ήταν έγκυος με το πρώτο μας παιδί, και δεν μας έπαιρνε ο ύπνος. Αρχίσαμε να το συζητάμε χαμηλόφωνα και μέχρι την ανατολή του ήλιου είχαμε σηκωθεί είχαμε γεμίσει δυο βαλίτσες και είχαμε μπει στο αυτοκίνητο με προορισμό το εξωτερικό, οπουδήποτε μας έβγαζε ο δρόμος. Αποφασίσαμε να αποφύγουμε αεροδρόμια και λιμάνια κι έτσι οδηγήσαμε μέχρι τα σύνορα με την Αλβανία προτιμώντας τις μικρές επαρχιακές οδούς. Λίγο πριν φτάσουμε, παρατήσαμε το αυτοκίνητο σ’ έναν γκρεμό και προσπαθήσαμε να περάσουμε απέναντι με τα πόδια προς την ελευθερία. Χιόνιζε κι έκανε τσουχτερό κρύο και η γυναίκα μου κρύωνε πολύ. Φοβόμασταν για το μωρό, αλλά κανείς απ’ τους δυο μας δεν το παραδεχόταν φωναχτά, μήπως και λιγοψυχήσουμε. Τα σύνορα φυλάσσονταν καλά κι υπήρχαν συνεχείς περιπολίες από πολυπληθείς ομάδες συνοριακών φυλάκων. Περπατάγαμε για ώρες και παρά τρίχα γλυτώσαμε δύο φορές την σύλληψη. Φτάσαμε πολύ κοντά, όμως το επόμενο βήμα θα ήταν πολύ επικίνδυνο, δεν άξιζε το ρίσκο. Κι έτσι πήρα μόνος μου την απόφαση να γυρίσουμε πίσω. Την έπιασα σφιχτά απ’ το χέρι, γύρισα κι άρχισα να τρέχω, κι έτσι όπως βαδίζαμε μαζί βίαια κι άτσαλα, την άκουγα παγωμένος πίσω μου να κλαίει με αναφιλητά. Βρήκαμε το αυτοκίνητο εκεί που τ’ αφήσαμε, μπήκαμε μέσα και πήραμε αμίλητοι τον δρόμο της επιστροφής για την Παλιά Αθήνα. Δεν συζητήσαμε ποτέ αυτές τις στιγμές. Ελπίζω κάποτε η γυναίκα μου να με συγχωρήσει για εκείνη την μέρα.

Στα μισά του δρόμου, όσο έφτιαχνε ο καιρός άλλαζε και η διάθεσή μας και αρχίσαμε διστακτικά να συζητάμε. Η κουβέντα έφτασε απρόθυμα στην προηγούμενη χούντα του 1967 και θυμηθήκαμε πως τότε τους ανεπιθύμητους τους έστελναν στα νησιά. Μας ήρθε στο μυαλό η Λέρος. Το νησί ήταν, πριν από χρόνια, ο αγαπημένος προορισμός των διακοπών μας. Αποφασίσαμε λοιπόν, αφού δεν υπήρχε τρόπος να βγούμε από την χώρα, θα πηγαίναμε εκεί από μόνοι μας. Αυτοεξορία. Άλλωστε ποιος θα μας έψαχνε εκεί; Κι αν μας έβρισκαν τι θα μας έκαναν, δεν είχαμε κάνει τίποτα. Πιστέψαμε πως εκεί θα ήμασταν ασφαλείς. Έτσι διασχίσαμε γι’ άλλη μια φορά την χώρα με προορισμό την Εύβοια αυτή την φορά. Με την τράτα ενός συγγενή μας φτάσαμε στην Σύρο και από εκεί φτάσαμε με κακοκαιρία στο λιμάνι της Λέρου. Πιάσαμε ένα μικρό σπιτάκι έξω από την Αγία Μαρίνα και παρακολουθούσαμε τις εξελίξεις από μια σχετική απόσταση ασφαλείας. Ανησυχούσαμε για τους δικούς μας που είχαμε ουσιαστικά εγκαταλείψει χωρίς καν να τους αποχαιρετήσουμε. Η επικοινωνία ήταν πολύ δύσκολη. Όλα τα ηλεκτρονικά μηνύματα και η κινητή τηλεφωνία παρακολουθούνταν. Όταν ηρέμησαν κάπως τα πράγματα καταφέραμε και επικοινωνήσαμε με κάποιους ανθρώπους μυστικά, αλλά γενικά το αποφεύγαμε και σιγά-σιγά σταματήσαμε εντελώς την προσπάθεια. Αφενός κινδυνεύαμε να γίνουμε στόχος, αφετέρου ντρεπόμασταν που φύγαμε και δεν μείναμε, όπως κάποιοι άλλοι που αντιστάθηκαν. Τελικά δεν μας έψαξε κανείς, ξεχαστήκαμε απ’ όλους, περάσαμε μέσα απ’ την χαραμάδα και γλυτώσαμε...

Αρχικά, όταν μάθαμε για την δημιουργία της Νέας Αθήνας έξω από το λεκανοπέδιο στην Βοιωτία, είχαμε γελάσει με την παραφροσύνη του εγχειρήματος και λέγαμε πως το καθεστώς θα έπεφτε μέσα σε λίγους μήνες. Όμως, δεν υπολογίζαμε στην μεγάλη μείωση της τεράστιας οικονομικής ανέχειας που υπήρχε μέχρι τότε. Η αύξηση των μισθών σε όλα τα στρώματα ήρθε ως αποτέλεσμα της κατασκευαστικής δραστηριότητας και της αύξησης της επιχειρηματικότητας που έφερε η δημιουργία της Νέας Αθήνας. Ύστερα ήρθε η καταστροφή της Παλιάς Αθήνας και μαζί της η εξαφάνιση εκατομμυρίων μεταναστών που μέχρι τότε δοκίμαζαν την δυσανεξία του ντόπιου πληθυσμού. Κάποιοι ενδιαφέρθηκαν να ρωτήσουν χωρίς να πάρουν απαντήσεις, κάποιοι φυλακίστηκαν για την επιμονή τους να θέλουν να μάθουν την αλήθεια, αλλά οι περισσότεροι έκαναν πως δεν γνώριζαν τι γινόταν. Η ουσία γι’ αυτούς ήταν πως είχαν δουλειά, χρήματα και καινούρια σπίτια και δεν είχαν λόγο να μην πιστέψουν τις επίσημες στατιστικές που έλεγαν πως η οικονομία πήγαινε καλύτερα από ποτέ και η εγκληματικότητα, που προ δικτατορίας κάλπαζε, είχε πια μειωθεί στο ελάχιστο.

Στο μεταξύ όμως, μαζί με τους μετανάστες είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται και αντικαθεστωτικοί. Υπήρχαν φήμες για υποχρεωτική εργασία, σκλαβοπάζαρα, βασανισμούς και φόνους εν ψυχρώ και όσοι δεν πίστεψαν στην αρχή, άρχισαν σιγά-σιγά να αφυπνούνται. Το οικονομικό θαύμα της Νέας Αθήνας, μετά από απανωτά οικονομικά σκάνδαλα, άρχισε να μπάζει από παντού και η οργή του κόσμου πλέον δεν ήταν δυνατόν να περιοριστεί. Τότε ήρθε η κατάλληλη συγκυρία και ύστερα από μια ιστορική πια λάθος συνεννόηση μεταξύ υπουργών, η χούντα έπεσε μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο. Όμως οι εξελίξεις ακόμα τρέχουν. Τα υπόλοιπα, φαντάζομαι κι ελπίζω, θα μπορέσει να τα βρει κανείς στα βιβλία της ιστορίας του μέλλοντος.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ευφορίας λοιπόν θα ξεκινήσουμε αύριο το ταξίδι μας προς την Παλιά Αθήνα. Θα φύγουμε αύριο το μεσημέρι. Η γυναίκα μου κάπου μέσα κάνει δουλειές, κι εγώ κάθομαι στο μπαλκόνι και γράφω, ρεμβάζοντας που και που για τελευταία ίσως φορά, την θέα. Ο καιρός έχει γυρίσει σε νοτιά από το προηγούμενο βράδυ και φθάνει στα ρουθούνια μου η αρμύρα της θάλασσας, καθώς κάνουμε τις τελευταίες ετοιμασίες εδώ στο σπίτι μας στην ενδοχώρα του νησιού. Το σπίτι μας; Το μέρος όπου μείναμε αυτοεξόριστοι; Ναι, πρέπει να το παραδεχτώ πως το αγάπησα αυτό το μέρος, κι’ ας ζήσαμε εδώ τόσα χρόνια με μια βαλίτσα πίσω απ’ την πόρτα με την καθημερινή ελπίδα πως όλα θα άλλαζαν ξαφνικά, πως θα επιστρέφαμε στην Αθήνα. Όμως όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο η πίκρα κι ελπίδα κόπαζαν και ήρθε η συνήθεια. Η δουλειά με τα παιδιά στο σχολείο του νησιού, τα πρωινά στο μποστάνι, οι απογευματινοί περίπατοι στα γύρω μονοπάτια, το ψάρεμα με την βάρκα, ήσυχα πράγματα μακριά από την βοή της πόλης που τόσο αγαπούσαμε να μισούμε όταν την ζούσαμε, την οποία έχουμε εξιδανικεύσει πια και ποθούμε τόσο να επιστρέψουμε σ’ αυτή ελεύθεροι, από δικιά μας επιλογή, κι ας μας φοβίζει αυτό που θα αντικρύσουμε.

Ο ήλιος, που έχει δύσει εδώ και λίγα μόλις λεπτά, και το μελτέμι που φυσούσε όλη μέρα, έχουν επιτελέσει το έργο τους έχοντας φορτίσει τις καινούριες γεννήτριες του νησιού. Τα φώτα έχουν αρχίσει να λαμπυρίζουν λίγα εδώ λίγα εκεί, στολίζοντας με ηλεκτρικά χρώματα το ημικύκλιο της ακτής. «Τα καταφέραμε και σήμερα» επιτρέπω στον εαυτό μου να πει χαμηλόφωνα. Το έργο είναι σχετικά καινούριο ακόμα. Η στροφή προς τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας δεν έγινε χωρίς δυσκολίες. Για κάμποσους μήνες το νησί ζούσε με μεγάλες διακοπές ρεύματος και αυξομειώσεις της τάσης, αλλά οι ντόπιοι είναι συνηθισμένοι. Τόσα χρόνια η χούντα τους είχε αφήσει στην μοίρα τους. Ούτε ενέργεια, ούτε πετρέλαιο, είχε προτεραιότητα η Νέα Αθήνα. Όταν στήσαμε με την κόρη μου, μετά την ειδίκευσή της στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, τα πρώτα φωτοβολταϊκά πλέγματα στο κτήμα μας, στην αρχή μας κοροϊδεύανε, και μετά πέσαν να μας φάνε. Τους χαλάγαμε, έλεγαν, το φυσικό τοπίο, η ίδια παλιά ιστορία. Όταν είδαν όμως πως κάθε μέρα το σπίτι μας είχε φως, ζεστό νερό και πλεόνασμα ρεύματος, άρχισαν δειλά-δειλά να μας ζητάνε συμβουλές για το πως να στήσουν δικές τους. Η κοινότητα ανέθεσε στην κόρη μου να στήσει φωτοβολταϊκό πάρκο και κύματογεννήτριες και τώρα έχει ενέργεια όλο το νησί, πράγμα που δεν μπορώ να κρύψω πως με κάνει εξαιρετικά υπερήφανο. Άργησαν πολλά χρόνια να το κάνουν, πάρα πολλά χρόνια. Τουλάχιστον έγινε, αυτό έχει σημασία.

Και αύριο φεύγουμε, ένας θεός ξέρει τι θα βρούμε εκεί που θα πάμε και αν θα επιστρέψουμε ή αν θα μείνουμε εκεί για πάντα. Αυτό το τραγούδι που ακούγεται από κάπου μέσα απ’ το σπίτι, μου το σιγοτραγουδούσε κάποτε μια νέα γυναίκα όταν βγαίναμε για βόλτα με το αυτοκίνητο στην παραλιακή, καθώς τρέχαμε από το Παλιό Φάληρο μέχρι την Γλυφάδα και την Βάρκιζα. Ίσως αυτά τα μέρη να μην είναι όπως τα αφήσαμε, όμως αύριο θα επιστρέψουμε για να βρούμε μαζί τα ίχνη μιας παλιότερης αλλιώτικης ζωής, καλύτερης ή χειρότερης δεν ξέρω, όμως σίγουρα διαφορετικής.

4 Comments:

  • Αγαπητέ, δεν έχω λόγια! Κ-α-τ-α-π-λ-η-κ-τ-ι-κ-ο!

    By Anonymous Ανώνυμος, at 12:30 π.μ.  

  • διαβάζω και ξαναδιαβάζω την απόπειρα μετανάστευσης στην αλβανία και δεν μπορώ παρά να γελάσω!!! φ-ο-β-ε-ρ-ή ειρωνεία! μπράβο!!!!
    γενικώς το βρίσκω πολύ καλογραμμένο αγάπη μου, με πολύ χιούμορ και φροντίδα!
    εύγε!
    περιμένουμε και άλλα...

    By Blogger mk, at 12:52 π.μ.  

  • πραγματικά εντυπωσιάστηκα...έτσι "surfάρα" για πλάκα και έπεσα σε αυτό το διήγημα...μου άρεσε..τόσο που θα το ήθελα σε ... σενάριο....και ακόμα παραπάνω να διαβάσω! Μπράβο σας.

    By Anonymous Ανώνυμος, at 4:43 μ.μ.  

  • Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σας λόγια. Να 'στε καλά.

    By Blogger Talking Drum, at 12:20 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home