Talking Drum

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006

Black Magic Woman


Άδειο υπόγειο γκαράζ, χαμηλός φωτισμός. Ένας τύπος με κυριλέ κουστούμι, γκρίζους κροτάφους και ακριβό ρολόι στέκεται ακίνητος και κοιτάει γύρω του ήρεμα σαν να ψάχνει κάτι. Μειδιά και βγάζει από την τσέπη του κλειδιά αυτοκινήτου. Πατάει ένα κουμπάκι πάνω στο κλειδί και εμφανίζεται μπροστά του μαγικά μια υπέροχη γυαλιστερή μαύρη BMW.

Σκάει το γνωστό τραγούδι του Santana:

Got a black magic woman
Got a black magic woman
I’ve got a black magic woman
Got me so blind I cant see
That she’s a black magic woman
She’s trying to make a devil out of me

Ο τύπος χαϊδεύει το τιμόνι και βάζει μπροστά την μηχανή. Μαρσάρει και βλέπουμε το εσωτερικό της μηχανής που αχνοφέγγει κόκκινο από την θερμότητα.

Don’t turn your back on me baby
Don’t turn your back on me baby
Yes don’t turn your back on me baby
Stop messing round with your tricks
Don’t turn your back on me baby
You just might pick up my magic sticks

Ο τύπος βγάζει το σακάκι και σηκώνει τα μανίκια του πουκάμισού του. Έχει τατουάζ στο χέρι αλλά διακρίνεται μόνο το μισό.

Got your spell on me baby
Got your spell on me baby
Yes you got your spell on me baby
Turning my heart into stone
I need you so bad, magic woman
I can
t leave you alone

Ανοίγει η πόρτα του γκαράζ λουσμένη με εκτυφλωτικό φως και το αυτοκίνητο ξεκινάει προς τα εκεί αλλά ξαφνικά ανάβουν τα κόκκινα φώτα των φρένων. Ανοίγει το παράθυρο και βγαίνει το χέρι του τύπου με όλο το τατουάζ που είναι μια μαύρη γυμνή γυναίκα. Στο χέρι του κρατάει το ρολόι του το οποίο το αφήνει να πέσει στο έδαφος σε slow motion. Το αυτοκίνητο εξαφανίζεται προς την πόρτα με αφύσικα γρήγορη ταχύτητα.

Μου είπανε χθες πως το Black Magic Woman το έγραψε ο Santana για μια BMW. Μαλακίες, το έγραψε ο Peter Green των Fleetwood Mac όταν γνωρίστηκε με κάτι τύπους που τριπάρανε με lsd και ψάχνονταν με την μαύρη μαγεία. Ο Santana απλά το διασκεύασε και χέστηκε στο τάλιρο…

Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν έχει ήδη γυριστεί μια πανομοιότυπη διαφήμιση.

Εύκολα.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Κακίες


Οκέϊ οι γενικεύσεις πρέπει να αποφεύγονται ή τουλάχιστον να περνούν από κάποιες εσωτερικές διεργασίες, αλλά καμιά φορά στα φέρνει έτσι, που δεν μπορείς να αντισταθείς και βουτάς ολόκληρος και κολυμπάς περιχαρής μέσα στον βούρκο του στερεότυπου. Τι εννοώ;

Τις προάλλες στον δρόμο προς το γραφείο σταμάτησα σε ένα περίπτερο στο Μαρούσι για να πάρω κάτι, και μπροστά μου ήταν ο τύπος του ανθρώπου που μισώ. Μπούλης, γύρω στα τριάντα-πέντε αλλά με ντύσιμο πλούσιου πενηντάρη, καλογυαλισμένα παπούτσια, παντελόνι με τσάκιση, γαλάζιο πουκάμισο με λευκό γιακά, χρυσά μανικετόκουμπα και μια ηλίθια ροζ γραβάτα.

Μίλαγε στον περιπτερά για το καινούριο τζιπ που αγόρασε πρόσφατα. Χέστηκε ο περιπτεράς κι εγώ μαζί για το τζιπ του. Τον πέτυχα πάλι λίγο πιο κάτω στην διάβαση πεζών με το αυτάρεσκο του χαμόγελο. Τον άνθρωπο αυτόν δεν τον γνώριζα και όμως μόνο η παρουσία του και μόνο με έκανε να θέλω να τον δείρω. Και δεν είναι ότι είχα ξυπνήσει στραβά ή ότι είχα νεύρα, κάθε άλλο, απλά ο άνθρωπος και η γραβάτα του απέπνεαν μαλακία, πώς να το κάνουμε.

Προς στιγμήν σκέφτηκα πως το πρόβλημα το έχω εγώ, ό,τι έχω γίνει μισάνθρωπος και πως πρέπει να σκεφτώ σοβαρά την θεραπεία. Αλλά αμέσως διαψεύστηκα. Την ώρα που περνούσαμε με τον Μπούλη την διάβαση, περίμενε ένας κούριερ πάνω στο μηχανάκι του να ανάψει το πράσινο. Πίσω από την ανωνυμία του κράνους του φώναξε «ωραία γραβάτα! Μαλάκα ε μαλάκα!» και έβαλε μπρος και χάθηκε. Ο Μπούλης δεν έβγαλε μιλιά και πήγε στην δουλίτσα του κι εγώ χαμογέλασα και πήγα στην δικιά μου γεμάτος ικανοποίηση.

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.