Talking Drum

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Τοίχος


Όταν παλεύεις να κάνεις κάτι που απλά δεν σου βγαίνει. Όταν ξαφνικά όλα σ’ ενοχλούν. Όταν θέλεις να γκρινιάξεις και να παραπονεθείς, αλλά δεν ξέρεις τον λόγο. Όταν αδυνατείς να ενεργοποιήσεις τον εαυτό σου να πράξει σωστά και ουσιαστικά. Όταν θέλεις να φύγεις γιατί δεν μπορείς άλλο να κάτσεις, άλλα και να φύγεις που θα πας; Όταν όλα σου φταίνε, τι κάνεις;


Θυμάσαι πως είσαι απλά ένας κόκκος άμμου σε μια τεράστια παραλία. Πως δεν είσαι τόσο σημαντικός όσο νομίζεις και πως αυτά που σου συμβαίνουν είναι στην ουσία πολύ μικρά και ασήμαντα. Χαμογελάς, παίρνεις μια βαθιά αναπνοή, καθαρίζεις το μυαλό σου και απλά συνεχίζεις.

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2007

Μηχανή

Έχω φάει ένα κόλλημα τον τελευταίο καιρό να πάρω μηχανή. Δεν έχω δίπλωμα και δεν έχω οδηγήσει ποτέ μηχανή μεγάλου κυβισμού, αλλά σκέφτομαι να κάνω το μεγάλο βήμα. Από μικρός μου αρέσανε οι μηχανές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που ανέβηκα.

Ένα καλοκαίρι, πρέπει να πήγαινα δημοτικό ακόμα, αλωνίζαμε με τον πατέρα μου την Πελοπόννησο και γνωρίσαμε σ’ ένα κάμπινγκ ένα ζευγάρι Γερμανών που γύριζαν την Ελλάδα με δύο τεράστιες
BMW. Κανονίσαμε ένα απόγευμα μετά το μπάνιο να πάμε όλοι μαζί σε μια ταβέρνα που ήταν καμιά δεκαριά χιλιόμετρα από το κάμπινγκ. Οι Γερμανοί καβαλήσανε τα θηρία τους και εξαφανίστηκαν σε ένα σύννεφο σκόνης κι εμείς πήγαμε τσούκου-τσούκου με το φιατάκι του πατέρα μου.

Όταν φτάσαμε, οι Γερμανοί τσουγκρίζανε κιόλας τα πρώτα τους ουζάκια. Καθίσαμε δίπλα τους για να αγναντεύουμε την θάλασσα μόνο που εμένα η προσοχή μου ήταν στις μηχανές που ήταν παρκαρισμένες ακριβώς μπροστά μας. Η γυναίκα με ρώτησε ποια μηχανή μου άρεσε περισσότερο, η δικιά της ή του άνδρα της. Με το πρόσωπο κατακόκκινο της απάντησα πως μου άρεσε του άνδρα της γιατί δεν είχε αλυσίδα και είχα ακούσει ότι μπορείς να πας στην έρημο μ’ αυτή. Γελάσανε όλοι και ο άνδρας με ρώτησε, αν βέβαια δεχόταν και ο πατέρας μου, αν ήθελα να γυρίσω καβάλα με την μηχανή που μου άρεσε περισσότερο.

Κοίταξα αμέσως τον πατέρα μου παρακλητικά κι εκείνος που τα είχε τσούξει τα ουζάκια του χαμογέλασε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ακόμα δεν είχαμε παραγγείλει τα πρώτα κι εγώ διαρκώς κοιτούσα το ρολόι μου και κοιτούσα με αγωνία τα γκαρσόνια. Όταν επιτέλους τελειώσαμε το φαγητό και πληρώσαμε τον λογαριασμό, το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος από την προσμονή. Περπατήσαμε μέχρι τις μηχανές. Ο Γερμανός ανέβηκε πρώτος και μου έδωσε οδηγίες πώς να ανέβω. «Κρατήσου σφιχτά από πάνω μου» μου είπε και έβαλε μπρός. Οι κραδασμοί και ο θόρυβος της μηχανής μ’ έκαναν να νιώθω σαν να είμαι πάνω σε κάτι ζωντανό και απρόβλεπτο. Όταν βγήκε στον κεντρικό δρόμο ο Γερμανός άνοιξε το γκάζι. Δεν μπορούσα να δω και ούτε καλά-καλά να αναπνεύσω από την πίεση του αέρα. Είχα σφιχτεί πάνω στην πλάτη του Γερμανού και μου ‘ρχόταν να ουρλιάξω.

Όταν φτάσαμε στο κάμπινγκ λίγα λεπτά αργότερα και κατέβηκα από την μηχανή, το μαλλί μου είχε γίνει κοκοράκι και δεν κατέβαινε με τίποτα και ένιωθα λες και είχα εξαϋλωθεί για λίγο και είχα επιστρέψει, αλλά ακόμα δεν είχα συνηθίσει το κορμί μου. Έκτοτε έχω ανέβει πολλές φορές σε μηχανή ως συνεπιβάτης κυρίως. Μερικές φορές έχω οδηγήσει κιόλας, σκουτεράκια, παπάκια. Δεν θυμάμαι βέβαια όλες τις φορές, άλλα την αίσθηση που ένιωσα το καλοκαίρι εκείνο πάνω σ’ εκείνη την BMW δεν θα την ξεχάσω ποτέ.