Talking Drum

Τρίτη, Ιουλίου 20, 2010

Ξυρισμένο μπαλάκι


Έχεις ξυρίσει ποτέ μπαλάκι του τένις; Μιλάμε να το ξυρίσεις κανονικά με αφρό ξυρίσματος και ξυραφάκι μιας χρήσεως. Βέβαια, με ένα ξυραφάκι δεν γίνεται η δουλειά, θες παραπάνω…αν θες, δηλαδή, να το κάνεις γλόμπο σαν τον Κότζακ. Αν είσαι νορμάλ άνθρωπος, δεν θα το έχεις κάνει. Εγώ όμως το έκανα. Χα χα.

Είναι μια από τις πολλές μαλακίες που έκανα όταν ήμουν μικρός και συγκεκριμένα στο γυμνάσιο. Δεν ξέρω γιατί. Ήταν στα πλαίσια μιας «δημιουργικής» (σε πολλά εισαγωγικά) φάσης κατά την οποία μετασχημάτιζα, στην ουσία κατέστρεφα, διάφορα αντικείμενα.

Το ρεπερτόριο μου περιλάμβανε: κοντάρι σκούπας που στην άκρη είχε δεθεί με μαχαίρι αγορασμένο από το δημοπρατήριο στο Μοναστηράκι, χαρταετό φτιαγμένο από αφίσα του Alice Cooper που, σημειωτέων, δεν πέταξε ποτέ, παλιά κουκλάκια Star Wars με αλλαγμένα κεφάλια, χέρια και πόδια (π.χ. ο Χαν Σόλο με το συνολάκι της Λέϊα και τέτοια), ρούχα κατά κύριο λόγο τζιν με διάφορα καρφιά, σκισίματα, ονόματα συγκροτημάτων, φιλοσοφίες (Fuck School – School’s out!) και αλυσίδες. Υποθέτω, τώρα που πέρασαν τα χρόνια και είμαι σοφότερος, πως είχα πολύ χρόνο στα χέρια μου και μάλλον θα έπρεπε οι δικοί μου να με είχαν γράψει σε κανένα κολυμβητήριο, στους προσκόπους ή κάτι συναφές.

Μέσα σ’ αυτήν την περίοδο, την μπλέ μου (βλ. Πικάσο), το κύκνειο μου άσμα ήταν ένα ξυρισμένο μπαλάκι του τένις και μάλιστα μπρελόκ. Βέβαια, μάλλον ήμουν λίγο μπροστά για την εποχή μου. Όταν το είδαν οι συμμαθητές μου με κορόιδεψαν χωρίς οίκτο. Εκτός απ’ το ότι ήταν λιγάκι μεγάλο για μπρελόκ, ήταν και ιδιαιτέρως άσχημο. Για να το βελτιώσω του ζωγράφισα ένα στόμα και μάτια με κόκκινο μαρκαδόρο και το υπόλοιπο το έβαψα με μπλάνκο. Το αποτέλεσμα ήταν χειρότερο. Έμοιαζε με καρατομημένο κλόουν.

Όταν το είδε η μάνα μου απλά αναστέναξε και άναψε ένα τσιγάρο. Ο πατέρας μου, από την άλλη μεριά, ήταν έξω φρενών γιατί το ξυραφάκι που χρησιμοποίησα ήταν το δικό του. Και ως καλό παιδί που ήμουν, όταν τελείωσα το ξύρισμα το έβαλα στην θέση του, κι εκείνος ανήξερος το χρησιμοποίησε το πρωί για να ξυριστεί πριν πάει στην δουλειά. Το απόγευμα που γύρισε για να μου τα ψάλλει, τα μάγουλά του ήταν ακόμα γεμάτα κοψίματα και κομματάκια χαρτοπετσέτας. Το τι άκουσα δεν λέγεται.

Εκείνη την μέρα έφυγα πικραμένος και πήγα να περπατήσω στην παραλία του Παλαιού Φαλήρου όπου μέναμε τότε. Περπάτησα πολύ ώρα ώσπου έφτασα στον κυματοθραύστη. Σκαρφάλωσα επάνω και έκατσα στην άκρη του μόνος μου και χάζευα την θάλασσα. Άρχισα να αναρωτιέμαι ποιο είναι το πρόβλημα μου και κάνω τέτοιες βλακείες και όλοι με κοροϊδεύουν. Κοίταξα το άσχημο ξυρισμένο μπαλάκι του τένις που κρέμονταν μαζί με τα κλειδιά μου πάνω στο παντελόνι μου. Κοίταξα το ηλίθιο χαμόγελό του και τα χέρια μου που είχαν γεμίσει τριμμένο μπλάνκο και ξαφνικά θύμωσα τόσο πολύ που του έδωσα μια και έπεσε μέσα στην θάλασσα. Ύστερα ορκίστηκα πως θα σταματήσω να είμαι παιδί και πως ήρθε η ώρα να γίνω σαν τους άλλους συμμαθητές μου που ήξεραν από ποδόσφαιρο και τέτοια.

Είκοσι χρόνια αργότερα σκέφτομαι αυτό το μπαλάκι. Πού να είναι άραγε; Ελπίζω να μην είναι σε καμιά χωματερή. Σε καμιά παραλία ίσως, δίπλα στα σκουπίδια που ξεβράζει η θάλασσα. Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να το ξανασυναντήσω φέτος στις διακοπές μου.

Σάββατο, Νοεμβρίου 28, 2009

Λευκή Φωτογραφία




Μια φορά παλιά
Αυτοαποκαλούμουν
«Φωτογράφος».
Έτσι εύκολα.

Είχα μια μηχανή
Που την φορούσα σαν διπρόσωπη μάσκα,
Φίλτρο προστατευτικό
Από τον Κόσμο (μπροστά μου)
Και τον Χρόνο (πίσω μου).

Τράβηξα πολλές-πολλές φωτογραφίες
Λίγες καλές
και πολλές αδιάφορες
Ώσπου μια μέρα σταμάτησα.

Τις χάζευα, θυμάμαι
Χυμένες στο συρτάρι μου
Σιωπηλές
Όλες διαφορετικές μεταξύ τους
Και όμως όλες ίδιες.

Πρόσωπα πολλά, όμορφα τοπία
Άγαρμπα, στεγνά, νεκρά
Γυμνά από ιστορία

Ο φακός δεν ήταν πινέλο για μένα
Το χαρτί δεν ήτανε καμβάς.
Αντίγραφο απ’ το καλούπι του μύθου:
«Φωτογράφος»
Πατούσα το κουμπί μηχανικά.

Δεν είχα καταλάβει τότε,
Γιατί ακόμη ήμουνα μικρός,
Πως ο κόπος μου ήταν στην ουσία
Όλες μια λευκή φωτογραφία.

Αύγουστος 2002

Daylight moon

On winter’s beach
Sunday afternoon
Between night and day
Beneath fading sky

Where the daylight moon
Smiles sadly
enigmatically
As red matter drifts by, below
On liquid highways

Where, we, presently lost
With the daylight moon as our host
Survive

Drawn to upward dive
Immerse ourselves
In promised ecstasy
Unreachable?

Of us, our milky host
- Sad insightful female smile -
Awaits a gift
To part with hers

A fair exchange
wherein a secret lies
and awaits
to be revealed.

Dec 2002

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 30, 2009

Χωρίς φωνή



Ο Ρασίντ ζει στην Ελλάδα 12 χρόνια. Κατοικεί με την οικογένεια του σε ένα διαμέρισμα στον Κολωνό. Πριν από 6 χρόνια κατάφερε με πολύ κόπο να ανοίξει ένα συνοικιακό μίνι μάρκετ στο οποίο πουλάει τρόφιμα από την χώρα καταγωγής του.

Κάθε χρόνο καταβάλει φόρους, έμμεσους και άμεσους, δίνει τις εισφορές του στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, παρακολουθεί τα κοινά από τα ΜΜΕ και προσπαθεί να είναι ένα ενεργό μέλος του κοινωνικού συνόλου.

Έμαθε γρήγορα Ελληνικά για να προσαρμοστεί στην καινούρια του χώρα. Τα παιδιά του, που πηγαίνουν σε Ελληνικό σχολείο, δεν γνωρίζουν άλλη γλώσσα εκτός από την δικιά μας και όταν η γυναίκα του ξεχνιέται και της ξεφεύγει καμια φράση στην μητρική της γλώσσα εκείνος την μαλώνει: «Στα ελληνικά… ζούμε στην Ελλάδα τώρα».

Ένας φίλος του, ο Μωχάμεντ, δεν υπήρξε τόσο τυχερός. Τα πράγματα δεν του έχουν έρθει όπως τα περίμενε. Δουλεύει ανασφάλιστος σε ό,τι δουλειά βρει: οικοδομή, πλυντήρια αυτοκινήτων, αγροτικές δουλειές, μέχρι και στα φανάρια έχει δουλέψει.

Στην χώρα απ’ την οποία κατάγεται είχε σπουδάσει μηχανικός, αλλά εδώ δεν του δίνει κανείς μια ευκαιρία για να ορθοποδήσει. Ζει στοιβαγμένος με άλλους 5 ομοεθνείς του σε ένα δωμάτιο κάπου στο κέντρο της Αθήνας.

Και οι δύο τους παρακολουθούν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα με ανάμικτα συναισθήματα απάθειας και πικρίας. Ο τόπος στον οποίο, καλώς ή κακώς, επέλεξαν να ζουν τους αντιμετωπίζει με αυξανόμενη καχυποψία και έχθρα ως σκλάβους μετέωρους που πρέπει να αρνηθούν το παρελθόν τους και την κουλτούρα τους και να αφομοιωθούν ή – ακόμη καλύτερα - να φύγουν.

Δύο σκουρόχρωμα φαντάσματα ανάμεσα μας που μας ξυπνούν τον φόβο του «άλλου». Ως άϋλες παρουσίες και όχι ενεργοί πολίτες, είναι αναγκασμένοι απλά να επιβιώνουν, χωρίς αντιπροσώπευση, χωρίς δικαιώματα, χωρίς ψήφο, χωρίς φωνή.

Τα πρόσωπα είναι φανταστικά, οι καταστάσεις πέρα για πέρα αληθινές.

Παρασκευή, Μαρτίου 13, 2009

Πατρίκιος

«Οι μεγάλες συγκλονιστικές φιλίες είναι ακριβώς όπως οι έρωτες. Έχουν αρχή, μέση, τέλος και όλες τελειώνουν με ρήξεις. Κάποιοι κύκλοι ολοκληρώνονται και γινόμαστε απορριπτέοι.»

Απόσπασμα από την συνέντευξη που έδωσε ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος στον Δημοσιογράφο-Εκδότη-Τέρας Εγωισμού Θανάση Λάλα στο περιοδικό Του (όλο δικό του και κανενός άλλου) FAQ (τεύχος 46).

Το αφιερώνω σ’ όλους τους φίλους (παλιούς και νέους, χαμένους και μη) και θυμίζω το ρητό που λέει πως κάθε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις που τον επιβεβαιώνουν.

oh yea

Τρίτη, Μαρτίου 10, 2009

Θεός (μήπως είναι στο μυαλό σου;)

Πρόσφατη επιστημονική έρευνα απέδειξε πως η πίστη στον θεό οφείλεται σε συγκεκριμένη εγκεφαλική λειτουργία.

«Σύμφωνα με τους ερευνητές, η πίστη στο Θεό βρίσκεται «δικτυωμένη» βαθιά στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ο οποίος είναι προγραμματισμένος για τις θρησκευτικές εμπειρίες, γεγονός που καθιστά την θρησκεία ένα παγκόσμιο ανθρώπινο φαινόμενο στην ιστορία. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει ένα και μοναδικό νευρωνικό «σημείο του Θεού», αλλά αρκετές περιοχές του εγκεφάλου που από κοινού σχηματίζουν τα βιολογικά θεμέλια της (όποιας) θρησκευτικής πίστης.» (Καθημερινή 10/3/09)

Βέβαια και με την κοινή λογική στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγεις.

Μήπως ξεπεράστηκε η χρησιμότητα των απανταχού θεών (και των επί γης διαβόλων που τους «αντιπροσωπεύουν»). Μήπως ήρθε η ώρα να εξελιχθούμε;

Λέω μήπως έτσι βρούμε έναν λιγότερο λόγο να σφαζόμαστε μεταξύ μας.

Μπορεί βέβαια να κάνω και λάθος.

Διαβάστε ολοκληρο το άρθρο στην παρακάτω διεύθυνση http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathciv_1_10/03/2009_270500

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 20, 2009

Εντεκα

Είναι βράδυ. Εμφανώς κουρασμένος άνδρας μπαίνει σε παρακμιακό σουπερμάρκετ. Παιδιά τρέχουν πάνω-κάτω και φωνάζουν. Ένα ζευγάρι τσακώνεται. Ένας υπάλληλος με πολύ τριχωτά χέρια κόβει φέτες ένα παριζάκι στο μηχάνημα. Ηλίθια μουσική.

Ο άνδρας γυρνάει μες στο σουπερμάρκετ με ένα καλάθι σαν χαμένος. Βάζει που και που μέσα πράγματα χωρίς κανένα ενθουσιασμό. Φτάνει στο ταμείο. Ουρά. Περιμένει χαζεύοντας τις μπαταρίες.

Φτάνει η σειρά του. Ανοίγει δύο σακούλες καθώς η ταμίας του χτυπάει τα πράγματα. Την παρατηρεί. Μεσήλικη, κακοβαμμένη και λίγο άσχημη. Χτυπάει τα πράγματα στην μηχανή με χαρακτηριστική βαρεμάρα μασώντας τσίχλα με ανοιχτό στόμα.

Ολοκληρώνει τον λογαριασμό και του λέει με σχεδόν ενοχλημένο ύφος:

- Έντεκα

Ο άνδρας την κοιτάει και αρχίζει να χαμογελάει καθώς περνάνε από το μυαλό του οι εξής εικόνες:

  1. Ο άνδρας μετράει στην απορρημένη ταμία ένα-ένα 11 Γιέν.

  2. Ο άνδρας ανοίγει μια συσκευασία μπισκότα Μιράντα και μετράει στην ταμία 11 μπισκότα η οποία φτύνει την τσίχλα και τα τρώει ένα-ένα με λαιμαργία.

  3. Ο άνδρας ρίχνει στην ταμία 11 σκαμπιλάκια στο μάγουλο, η οποία τα δέχεται όλο ηδονή και έξαψη

  4. Ο άνδρας απαντάει «δέκα». Εκείνη «Δέκα μισό και σου κάνω δώρο και το ερκοντίσιον» κι εκείνος απαντάει «Έγινε» και κάνουν χειραψία.

  5. Ο άνδρας κοιτάζει το ρολόϊ του και λέει «εεε, μάλλον κάνετε λάθος, η ώρα είναι 8 παρα τέταρτο»

  6. Ο άνδρας, ντυμένος με μασκαράδικο καπέλο και καραμούζα, χορεύει ημίγυμνος γύρω-γύρω απ’ την ταμία τραγουδώντας «έντεκα, έντεκα, έντεκα, έντεκα».

  7. Χαμηλώνουν τα φώτα, κατεβαίνει μια ντισκομπάλα και από κάτω καπνοί. Η ταμίας ντυμένη σκυλού τραγουδάει «έντεκααα κι ουτέ ‘να τηλεφώνημααααα».

  8. Ο άνδρας και η ταμίας κάνουν σεξ πάνω στο ταμείο κι εκείνος φωνάζει αποκαμωμένος «Έντεκαααα» και πέφτει πάνω στην ταμία λιπόθυμος.

  9. Ο άνδρας λέει «άλλο ένα φύλλο παρακαλώ». Η ταμίας του δίνει από μια τράπουλα που έχει πάνω στο γκισέ το οποίο έχει μεταμορφωθεί σε τραπέζι καζίνο. «Μπλακτζακ! Ναιαιαι» φωνάζει ο τύπος και εμφανίζονται γύρω του δύο γκόμενες με φτερά και στρας και τον αγκαλιάζουν.

  10. Η ταμίας στο διάδρομο του σουπερμάρκετ κλωτσάει ένα κρουασάν, το οποίο εκσφενδονίζεται προς τον άνδρα ο οποίος κάνει ένα εντυπωσιακό μπλονζόν για να το φτάσει, όμως εκείνο σε αργή κίνηση προσπερνάει το προτεταμένο του χέρι. «Έντεκαααα» φωνάζει τρέχοντας η ταμίας και όλες οι υπόλοιπες συνάδελφοι την κυνηγάνε και τελικά την φτάνουν και την αγκαλιάζουν καθώς εκείνη σέρνεται στα γόνατα με ποδιά και μπλούζα πάνω απ’ το κεφάλι και τισερτ από μέσα που γράφει «I play for Jesus».

Ο τύπος συνεχίζει να χαμογελάει και λέει: «όταν λέτε έντεκα εννοείτε ευρώ φυσικά». Η ταμίας τον κοιτάει μασώντας την τσίχλα της με απάθεια.

Ο άνδρας δίνει στην ταμία έντεκα ευρώ, παίρνει τα ψώνια του και φεύγει.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2008

Συγχαρητήρια


Όταν πήγαινα στο λύκειο, προ αμνημονεύτων χρόνων, υπήρχε μια συνομοταξία παιδιών που γουστάρανε να τα κάνουν όλα λίμπα. Ήταν τα παλικάρια που φωνάζανε συνθήματα υπέρ των ομάδων τους στους διαδρόμους, αυτοί που ρεύονταν στο πίσω θρανίο την ώρα του μαθήματος, αυτοί που πετάγανε λεμόνια και καρέκλες στις συνεδριάσεις του δεκαπενταμελούς, αυτοί που έκαιγαν τα βιβλία τους στο τέλος της χρονιάς, αυτοί που όταν έπαιρναν κανένα εννιά στο τρίμηνο έφερναν τους άξεστους γονείς τους να βρίσουνε τον δάσκαλο, αυτοί που όλοι τους ανέχονταν, οι καθηγητές και οι συμμαθητές τους.

Οι πρώτοι δεν ήξεραν πως να τους χειριστούν. Οι δεύτεροι πιθανώς να αναγκάζονταν και να τους μοιάσουν. Είναι πιο εύκολο να πηγαίνεις με την ροή των πραγμάτων παρά να αντιστέκεσαι.

Και έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Έτσι απλά. Η καταστροφή που γίνεται αυτή την στιγμή στους δρόμους της Αθήνας και της Ελλάδας δεν είναι κάτι που προκαλεί έκπληξη. Ήταν αναμενόμενη γιατί κανείς μας δεν έκανε τίποτα για να τη σταματήσει.

Οπλίστε τα παιδιά σας με παιδεία.